„επικός“ επικός [epiˈkos], επική, επικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) episch episch επικός επικός exemples επικός ποιητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Epikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m epischer Dichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m επικός ποιητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m