„επικρατέστερος“ επικρατέστερος [epikraˈtesteros], επικρατέστερη, επικρατέστεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) vorherrschend vorherrschend επικρατέστερος επικρατέστερος exemples επικρατέστερος στην αγορά marktbeherrschend επικρατέστερος στην αγορά