„επιδοκιμασία“: θηλυκό επιδοκιμασία [epiðokjimaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Billigung, Beifall Billigungθηλυκό | Femininum, weiblich f επιδοκιμασία επιδοκιμασία Beifallαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιδοκιμασία επιδοκιμαστική κριτική επιδοκιμασία επιδοκιμαστική κριτική