„επιδιόρθωση“: θηλυκό επιδιόρθωση [epiðiˈorθosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Reparatur Reparaturθηλυκό | Femininum, weiblich f επιδιόρθωση επιδιόρθωση