„επιδημία“: θηλυκό επιδημία [epiðiˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Seuche, Epidemie Seucheθηλυκό | Femininum, weiblich f επιδημία Epidemieθηλυκό | Femininum, weiblich f επιδημία επιδημία