επιδεξιότητα
[epiðeksiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Geschicklichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδεξιότηταFertigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδεξιότηταεπιδεξιότητα