„επιβιώνω“: αμετάβατο ρήμα επιβιώνω [epiviˈono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) überleben überleben επιβιώνω επιζώ, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ επιβιώνω επιζώ, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ