επεξεργαστής
[epekserɣasˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Prozessorαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπεξεργαστής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεπεξεργαστής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ