επεξεργασία
[epekserɣaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bearbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπεξεργασία κειμένουεπεξεργασία κειμένου
- Verarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπεξεργασία υλικώνεπεξεργασία υλικών
- Überarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπεξεργασία καλυτέρευση κειμένουεπεξεργασία καλυτέρευση κειμένου
- Ausarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπεξεργασία τελική μορφήεπεξεργασία τελική μορφή
exemples
- επεξεργασία εικόνας ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υBildbearbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επεξεργασία θαλάσσιων λυμάτωνMeerwasseraufbereitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επεξεργασία κινηματογραφικής ταινίαςFilmbearbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples