„επενδυτής“: αρσενικό επενδυτής [epenðiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Investor, Anleger Investorαρσενικό | Maskulinum, männlich m επενδυτής οικονομία | Wirtschaftοικον Anlegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m επενδυτής οικονομία | Wirtschaftοικον επενδυτής οικονομία | Wirtschaftοικον