„επανεκκινώ“: μεταβατικό ρήμα επανεκκινώ [epanekjiˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) neu starten, booten neu starten, booten επανεκκινώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ επανεκκινώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ