επακόλουθο
[epaˈkoluθo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (negative) Folgeθηλυκό | Femininum, weiblich fεπακόλουθοKonsequenzθηλυκό | Femininum, weiblich fεπακόλουθοεπακόλουθο
exemples
- επακόλουθο κόστοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nFolgekostenπληθυντικός | Plural pl