επίσημος
[eˈpisimos], επίσημη, επίσημοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- επίσημος προερχόμενος από δημόσια αρχή
- amtlichεπίσημος έγκυροςεπίσημος έγκυρος
- feierlichεπίσημος εορταστικόςεπίσημος εορταστικός
- formellεπίσημος τυπικόςεπίσημος τυπικός
exemples
- επίσημα γερμανικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSchriftdeutschουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- επίσημη αμφίεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fAbendgarderobeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επίσημη αμφίεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fGalaθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples