επίμονος
[eˈpimonos], επίμονη, επίμονοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- beharrlichεπίμονος σταθερόςεπίμονος σταθερός
- hartnäckig, zähεπίμονος πεισματάρηςεπίμονος πεισματάρης
- eindringlichεπίμονος παράκλησηεπίμονος παράκληση