„επίθεμα“: ουδέτερο επίθεμα [eˈpiθema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Umschlag Umschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m επίθεμα ιατρική | Medizinιατρ επίθεμα ιατρική | Medizinιατρ