επίδεσμος
[eˈpiðezmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verband(sstoff)αρσενικό | Maskulinum, männlich mεπίδεσμος ιατρική | MedizinιατρBandageθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδεσμος ιατρική | Medizinιατρεπίδεσμος ιατρική | Medizinιατρ