επίδειξη
[eˈpiðiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vorführungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδειξη παρουσίασηDemonstrationθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδειξη παρουσίασηεπίδειξη παρουσίαση
- Schauθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίδειξη για εντυπωσιασμόεπίδειξη για εντυπωσιασμό
exemples
- επίδειξη αλόγωνReitturnierουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- επίδειξη ισχύοςKraftaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επίδειξη ισχύος ζωολογία | ZoologieζωολImponiergehabeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples