„εξώφυλλο“: ουδέτερο εξώφυλλο [eˈksofilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Deckel, Umschlag (Buch-)Deckelαρσενικό | Maskulinum, männlich m εξώφυλλο (Buch-)Umschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m εξώφυλλο εξώφυλλο