„εξωτερίκευση“: θηλυκό εξωτερίκευση [eksoteˈrikjefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Äußerung Äußerungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξωτερίκευση σκέψεων, συναισθημάτων εξωτερίκευση σκέψεων, συναισθημάτων