εξυπηρετικός
[eksipiretiˈkos], εξυπηρετική, εξυπηρετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- εξυπηρετικός χρήσιμος
- behilflichεξυπηρετικός που βοηθάεξυπηρετικός που βοηθά
- hilfsbereit, gefällig, zuvorkommendεξυπηρετικός πρόθυμοςεξυπηρετικός πρόθυμος