„εξοφλημένος“ εξοφλημένος [eksofliˈmenos], εξοφλημένη, εξοφλημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) bezahlt bezahlt εξοφλημένος εξοφλημένος