„εξοργιστικός“ εξοργιστικός [eksorjistiˈkos], εξοργιστική, εξοργιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) empörend empörend εξοργιστικός εξοργιστικός