„εξομάλυνση“: θηλυκό εξομάλυνση [eksoˈmalinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Glätten Glättenουδέτερο | Neutrum, sächlich n εξομάλυνση εξομάλυνση