εξολόθρευση
[eksoˈloθrefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ausrottungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξολόθρευση ζώων, φυλήςεξολόθρευση ζώων, φυλής
- Vernichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξολόθρευση εχθρούεξολόθρευση εχθρού