εξευγενισμένος
[eksevjenizˈmenos], εξευγενισμένη, εξευγενισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verklärtεξευγενισμένοςεξευγενισμένος
- geschliffenεξευγενισμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεξευγενισμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- gehobenεξευγενισμένος τρόπος ομιλίαςεξευγενισμένος τρόπος ομιλίας