εξαπλώνομαι
[eksaˈplonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich ausbreitenεξαπλώνομαι διαδίδομαιεξαπλώνομαι διαδίδομαι