εξακρίβωση
[eksaˈkrivosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Feststellungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξακρίβωση διαπίστωση, κ. στοιχείωνεξακρίβωση διαπίστωση, κ. στοιχείων
- Nachprüfungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξακρίβωση έλεγχοςεξακρίβωση έλεγχος
- Ergründungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξακρίβωση λόγου, αιτίαςεξακρίβωση λόγου, αιτίας