εξακολουθητικός
[eksakoluθitiˈkos], εξακολουθητική, εξακολουθητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- fortgesetztεξακολουθητικόςεξακολουθητικός
exemples
- εξακολουθητική μορφήθηλυκό | Femininum, weiblich f γραμματική | GrammatikγραμμVerlaufsformθηλυκό | Femininum, weiblich f