εξαιρετικός
[ekseretiˈkos], εξαιρετική, εξαιρετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- besondereεξαιρετικός ειδικόςεξαιρετικός ειδικός
- ausgezeichnet, exzellentεξαιρετικός αξιόλογοςεξαιρετικός αξιόλογος
- übermäßigεξαιρετικός υπερβολικόςεξαιρετικός υπερβολικός
exemples
- εξαιρετικό αποτέλεσμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nSpitzenergebnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n