εντυπωσιακός
[endiposiaˈkos], εντυπωσιακή, εντυπωσιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- beeindruckend, eindrucksvollεντυπωσιακόςεντυπωσιακός
exemples
-
- εντυπωσιακό εφέουδέτερο | Neutrum, sächlich nKnalleffektαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-