εντατικός
[endatiˈkos], εντατική, εντατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- intensiv, Intensiv-εντατικόςεντατικός
exemples
- εντατικά μαθήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplIntensivkursαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εντατική προπόνησηθηλυκό | Femininum, weiblich fHochleistungstrainingουδέτερο | Neutrum, sächlich n