ενοριακός
[enoriaˈkos], ενοριακή, ενοριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- ενοριακός ναόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mPfarrkircheθηλυκό | Femininum, weiblich f