ενισχύω
[eniˈsçio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verstärkenενισχύωενισχύω
- bekräftigenενισχύω κάποιον σε μια απόφαση, στη γνώμη τουενισχύω κάποιον σε μια απόφαση, στη γνώμη του
- unterstützen, bestärkenενισχύω υποστηρίζωενισχύω υποστηρίζω