ενθουσιαστικός
[enθusiastiˈkos], ενθουσιαστική, ενθουσιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ενθουσιώδης [enθusiˈoðis], ενθουσιώδης, ενθουσιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- begeisterndενθουσιαστικόςενθουσιαστικός