„ενεργητικός“ ενεργητικός [enerjitiˈkos], ενεργητική, ενεργητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) energisch, aktiv energisch ενεργητικός δυναμικός ενεργητικός δυναμικός aktiv ενεργητικός δραστήριος γραμματική | Grammatikγραμμ ενεργητικός δραστήριος γραμματική | Grammatikγραμμ exemples ενεργητική φωνήθηλυκό | Femininum, weiblich f γραμματική | Grammatikγραμμ Aktivαρσενικό | Maskulinum, männlich m ενεργητική φωνήθηλυκό | Femininum, weiblich f γραμματική | Grammatikγραμμ