εμπρόθετος
[emˈbroθetos], εμπρόθετη, εμπρόθετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- präpositionalεμπρόθετοςεμπρόθετος
exemples
- εμπρόθετος προσδιορισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mpräpositionale Bestimmungθηλυκό | Femininum, weiblich f