ελλιπής
[eliˈpis], ελλιπής, ελλιπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- mangelhaftελλιπήςελλιπής
- lückenhaft, unvollständigελλιπής λειψόςελλιπής λειψός
exemples
- ελλιπής παροχήθηλυκό | Femininum, weiblich fUnterversorgungθηλυκό | Femininum, weiblich f