„ελκηθροδρομία“: θηλυκό ελκηθροδρομία [elkjiθroðroˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schlitten fahren exemples κάνω ελκηθροδρομία Schlitten fahren κάνω ελκηθροδρομία