ελιγμός
[eliɣˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Manöverουδέτερο | Neutrum, sächlich nελιγμόςελιγμός
exemples
- ελιγμός αντιπερισπασμούAblenkungsmanöverουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ελιγμός προσγείωσηςLandemanöverουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ελιγμός προσπέρασηςÜberholmanöverουδέτερο | Neutrum, sächlich n