ελιά
[eˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Oliveθηλυκό | Femininum, weiblich fελιά καρπόςελιά καρπός
- Olivenbaumαρσενικό | Maskulinum, männlich mελιά δέντροελιά δέντρο
- Muttermalουδέτερο | Neutrum, sächlich nελιά σημάδι στο δέρμαελιά σημάδι στο δέρμα