„ελεφαντόδοντο“: ουδέτερο ελεφαντόδοντο [elefanˈdoðondo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, ελεφαντοστό [elefandosˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Elfenbein Elfenbeinουδέτερο | Neutrum, sächlich n ελεφαντόδοντο ελεφαντόδοντο