εκτυπώνω
[ektiˈpono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- prägenεκτυπώνω κ. νόμισμαεκτυπώνω κ. νόμισμα
- druckenεκτυπώνω βιβλίοεκτυπώνω βιβλίο
- ausdruckenεκτυπώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεκτυπώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ