εκτροφή
[ektroˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zuchtθηλυκό | Femininum, weiblich fεκτροφή ζώωνεκτροφή ζώων
exemples
- εκτροφή βοοειδώνRinderzuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκτροφή περιστεριώνTaubenzuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκτροφή πέστροφαςForellenzuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples