εκτοπίζω
[ektoˈpizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verdrängenεκτοπίζω καταλαμβάνω θέση άλλουεκτοπίζω καταλαμβάνω θέση άλλου
- deportierenεκτοπίζω εξορίζωεκτοπίζω εξορίζω