„εκτίω“: μεταβατικό ρήμα εκτίω [ekˈtio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) abbüßen, absitzen, ableisten abbüßen, absitzen εκτίω εκτίω ableisten εκτίω θητεία εργασίας εκτίω θητεία εργασίας