εκστασιασμένος
[ekstasiazˈmenos], εκστασιασμένη, εκστασιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- εκστασιασμένος ιδεαλιστήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mWeltverbessererαρσενικό | Maskulinum, männlich m