εκρηκτικός
[ekriktiˈkos], εκρηκτική, εκρηκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- explosivεκρηκτικόςεκρηκτικός
- explosionsartigεκρηκτικός ανάπτυξηεκρηκτικός ανάπτυξη
exemples
- εκρηκτική γόμωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fSprengladungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκρηκτική δύναμηθηλυκό | Femininum, weiblich fSprengkraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκρηκτική ύληθηλυκό | Femininum, weiblich fSprengstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mSprengkörperαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples