εκπλήρωση
[ekˈplirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Erfüllungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκπλήρωση καθήκοντος, επιθυμίαςεκπλήρωση καθήκοντος, επιθυμίας
- Ausübungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκπλήρωση εκτέλεσηAusführungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκπλήρωση εκτέλεσηεκπλήρωση εκτέλεση