„εκνευρισμένος“ εκνευρισμένος [eknevrizˈmenos], εκνευρισμένη, εκνευρισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) genervt, ärgerlich genervt, ärgerlich εκνευρισμένος εκνευρισμένος