„εκνευρίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εκνευρίζομαι [ekneˈvrizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) nervös werden, sich aufregen, sich nerven nervös werden εκνευρίζομαι γίνομαι ανήσυχος εκνευρίζομαι γίνομαι ανήσυχος sich aufregen εκνευρίζομαι ταράζομαι εκνευρίζομαι ταράζομαι sich nerven εκνευρίζομαι νευριάζω εκνευρίζομαι νευριάζω